ωχρομέλας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ωχρομέλας αρσενικό, ωχρομέλαινα θηλυκό, ωχρομέλαν ουδέτερο
- που είναι κίτρινος / ωχρός και μαύρος
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ωχρομέλας
|
ωχρομέλας αρσενικό, ωχρομέλαινα θηλυκό, ωχρομέλαν ουδέτερο
|