Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ωμιαίο

  1. ωμιαίος, στην αιτιατική του ενικού

ωμιαίο, ουδέτερο του ωμιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού