Δείτε επίσης: ὠθεῖς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ωθείς

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ωθώ