Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ψωνιστώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψωνίζομαι
  2. θα ψωνιστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψωνίζομαι