Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ψωνίσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψωνίζω
  2. θα ψωνίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψωνίζω