Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ψωνίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ψωνίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψωνίζω
  3. θα ψωνίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψωνίζω