Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ψυχολογήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψυχολογώ
  2. θα ψυχολογήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψυχολογώ