ψυχολογήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ψυχολογήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψυχολογώ
- θα ψυχολογήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψυχολογώ
ψυχολογήσουν