Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ψυχολογήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ψυχολογώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψυχολογώ
  3. θα ψυχολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψυχολογώ