Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυκτικός θάλαμος < → δείτε τις λέξεις ψυκτικός και θάλαμος

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

ψυκτικός θάλαμος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία