Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυκτικός θάλαμος < → δείτε τις λέξεις ψυκτικός και θάλαμος

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ψυκτικός θάλαμος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία