Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ψοφολογήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψοφολογώ
  2. θα ψοφολογήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψοφολογώ