ψιλοτσιμπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /psi.lo.t͡simˈbo/
Ρήμα
επεξεργασίαψιλοτσιμπώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψιλοτσιμπάω - ψιλοτσιμπώ | ψιλοτσιμπούσα | θα ψιλοτσιμπάω - ψιλοτσιμπώ | να ψιλοτσιμπάω - ψιλοτσιμπώ | ψιλοτσιμπώντας | |
β' ενικ. | ψιλοτσιμπάς | ψιλοτσιμπούσες | θα ψιλοτσιμπάς | να ψιλοτσιμπάς | ψιλοτσίμπα - ψιλοτσίμπαγε | |
γ' ενικ. | ψιλοτσιμπάει - ψιλοτσιμπά | ψιλοτσιμπούσε | θα ψιλοτσιμπάει - ψιλοτσιμπά | να ψιλοτσιμπάει - ψιλοτσιμπά | ||
α' πληθ. | ψιλοτσιμπάμε - ψιλοτσιμπούμε | ψιλοτσιμπούσαμε | θα ψιλοτσιμπάμε - ψιλοτσιμπούμε | να ψιλοτσιμπάμε - ψιλοτσιμπούμε | ||
β' πληθ. | ψιλοτσιμπάτε | ψιλοτσιμπούσατε | θα ψιλοτσιμπάτε | να ψιλοτσιμπάτε | ψιλοτσιμπάτε | |
γ' πληθ. | ψιλοτσιμπάν(ε) - ψιλοτσιμπούν(ε) | ψιλοτσιμπούσαν(ε) | θα ψιλοτσιμπάν(ε) - ψιλοτσιμπούν(ε) | να ψιλοτσιμπάν(ε) - ψιλοτσιμπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψιλοτσίμπησα | θα ψιλοτσιμπήσω | να ψιλοτσιμπήσω | ψιλοτσιμπήσει | ||
β' ενικ. | ψιλοτσίμπησες | θα ψιλοτσιμπήσεις | να ψιλοτσιμπήσεις | ψιλοτσίμπα - ψιλοτσίμπησε | ||
γ' ενικ. | ψιλοτσίμπησε | θα ψιλοτσιμπήσει | να ψιλοτσιμπήσει | |||
α' πληθ. | ψιλοτσιμπήσαμε | θα ψιλοτσιμπήσουμε | να ψιλοτσιμπήσουμε | |||
β' πληθ. | ψιλοτσιμπήσατε | θα ψιλοτσιμπήσετε | να ψιλοτσιμπήσετε | ψιλοτσιμπήστε | ||
γ' πληθ. | ψιλοτσίμπησαν ψιλοτσιμπήσαν(ε) |
θα ψιλοτσιμπήσουν(ε) | να ψιλοτσιμπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψιλοτσιμπήσει | είχα ψιλοτσιμπήσει | θα έχω ψιλοτσιμπήσει | να έχω ψιλοτσιμπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψιλοτσιμπήσει | είχες ψιλοτσιμπήσει | θα έχεις ψιλοτσιμπήσει | να έχεις ψιλοτσιμπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψιλοτσιμπήσει | είχε ψιλοτσιμπήσει | θα έχει ψιλοτσιμπήσει | να έχει ψιλοτσιμπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψιλοτσιμπήσει | είχαμε ψιλοτσιμπήσει | θα έχουμε ψιλοτσιμπήσει | να έχουμε ψιλοτσιμπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψιλοτσιμπήσει | είχατε ψιλοτσιμπήσει | θα έχετε ψιλοτσιμπήσει | να έχετε ψιλοτσιμπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψιλοτσιμπήσει | είχαν ψιλοτσιμπήσει | θα έχουν ψιλοτσιμπήσει | να έχουν ψιλοτσιμπήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψιλοτσιμπώ
|