ψηφοθηρήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ψηφοθηρήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψηφοθηρώ
- θα ψηφοθηρήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψηφοθηρώ
ψηφοθηρήσουν