Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευτοχαρούμενα < ψευτοχαρούμενος

  Επίρρημα

επεξεργασία

ψευτοχαρούμενα

  • με τρόπο ψευτοχαρούμενο, όχι αληθινά, αυθόρμητα, πηγαία χαρούμενο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία