ψευτοχαρούμενα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψευτοχαρούμενα < ψευτοχαρούμενος
Επίρρημα
επεξεργασίαψευτοχαρούμενα
- με τρόπο ψευτοχαρούμενο, όχι αληθινά, αυθόρμητα, πηγαία χαρούμενο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψευτοχαρούμενα
|
ψευτοχαρούμενα
|