ψευδόμαντις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψευδόμαντις αρσενικό ή θηλυκό
- κατακαίουσι δὲ τρόπῳ τῷ εἰρημένω καὶ δι᾽ ἄλλας αἰτίας τοὺς μάντιας, ψευδομάντιας καλέοντες (: καίνε με τον τρόπο που ανέφερα και για άλλους λόγους τους μάντεις τους , που τους αποκαλούν ψευτομάντεις -Ηρόδοτος, Ιστορ. 4.69)