ψευδορκήσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαψευδορκήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψευδορκώ
- θα ψευδορκήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψευδορκώ
ψευδορκήσουμε