Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδοπαράμετρος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευδοπαράμετρος αρσενικό

  • παράμετρος που εισάγεται για να ταιριάξουν τα δεδομένα σε μοντέλο, ενώ δεν έχει αντιστοίχιση σε μέγεθος που αφορά το μοντέλο

  Μεταφράσεις επεξεργασία