Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευδονύμφευτος < ψευδής + νυμφεύω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψευδονύμφευτος αρσενικό

  • ο ψεύτικος, προσποιητός γάμος

  Επίθετο

επεξεργασία

ψευδονύμφευτος,ος,ον

  • ο ψευδώς νυμφευθείς, που δεν παντρεύτηκε στ' αλήθεια