Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευδηγορέω < ψευδήγορος

ψευδηγορέω

ψευδηγορεῖν γὰρ οὐκ ἐπίσταται στόμα τὸ Δῖον, ἀλλὰ πᾶν ἔπος (Αισχύλος)


Συγγενικά

επεξεργασία