Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδατράφαξυς < ψευδής και ἀτράφαξυς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευδατράφαξυς-υος και -υδος θηλυκό

  • είδος φυτού, ίσως σπανάκι ίσως ψευτοαλιμιά ( ἀτράφαξυς & ἀδράφαξυς & ἀνδράφαξυς είναι πιθανόν η αλιμιά, που φυτρώνει κοντά στη θάλασσα) Η ψευδατράφαξυς είναι είτε λέξη της εποχής του Αριστοφάνη είτε λέξη που έπλασε κι ο ίδιος για τους "Ιππείς" για να διακωμωδήσει κάτι, κατά το υπαρκτό ψευδαμάμαξυς που ανέφερε στις Βάκχες)