Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευδαμάμαξυς < ψευδής + ἁμάμαξυς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψευδαμάμαξυς-υος και -υδοςθηλυκό

  • είδος σταφυλιού, αμπελιού που δεν ήταν καλό ή γνήσιο