Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ψελλίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψελλίζω
  2. θα ψελλίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψελλίζω