Ετυμολογία

επεξεργασία
ψατζή < αρχαία ελληνικά ψιακί < *ψιάκιον, υποκορ. του μετγν. ψίαξ (= σταγόνα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψατζή θηλυκό

  1. (κυπριακά) το υπερβολικό κρύο
  2. (κυπριακά) το δηλητήριο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία