ψαλαφώ
Ποντιακά (pnt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψαλαφώ < αρχαία ελληνική ψηλαφῶ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαψαλαφώ
- ζητώ κάτι
Παροιμίες
επεξεργασία- καλανταρί αγγούρεα ψαλαφά: πρωτοχρονιάτικα αγγούρια αναζητά (γι'αυτόν που ζητά κάτι παράκαιρα)
Δείτε επίσης
επεξεργασίακοινή νεοελληνική