Ετυμολογία

επεξεργασία
ψέλνω < ψάλλω λείπει η ετυμολογία

ψέλνω, πρτ.: έψελνα, αόρ.: έψαλα & ψέλνομαι

  1. ψάλλω στην εκκλησία
  2. ψάλλω τον εθνικό ύμνο
  3. εξυμνώ (παρωχημένο)
  4. (μεταφορικά) μαλώνω κάποιον
    ⮡  Μου τα ψέλνει όλη μέρα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία