ψάλει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαψάλει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ψάλλω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψάλλω
- θα ψάλει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψάλλω
ψάλει