→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χωλοποιός < χωλ(ός) + -ο- + -ποιός

  Επίθετο

επεξεργασία

χωλοποιός, ός, όν

  • για τον Ευριπίδη, επειδή συχνά ανέβαζε στη σκηνή χωλούς ήρωες ή ηθοποιούς