Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χυτρεύς < χύτρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χυτρεύς-έως αρσενικό

  • ο κατασκευαστής τσουκαλιών, χυτρών