Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χυμίζω < χυμός

  Ρήμα επεξεργασία

χυμίζω

  • κάνω κάτι νόστιμο, βελτιώνω τη γεύση του