Ετυμολογία

επεξεργασία
χρωματικό σφάλμα < → δείτε τις λέξεις χρωματικός και σφάλμα

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

χρωματικό σφάλμα ουδέτερο

  • (φυσική, τεχνολογία) οποιαδήποτε απόκλιση ή παραμόρφωση που οφείλεται σε διαφορά μήκους κύματος των χρωμάτων

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία