Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χρονομετρηθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρονομετρούμαι
  2. θα χρονομετρηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρονομετρούμαι