χριστώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχριστώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρίζομαι / χρίομαι
- θα χριστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρίζομαι / χρίομαι
Δείτε επίσης : Χριστῷ |
χριστώ