Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χρηματίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρηματίζω
  2. θα χρηματίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρηματίζω