χρεωκοπήσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχρεωκοπήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρεωκοπώ
- θα χρεωκοπήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρεωκοπώ
χρεωκοπήσουν