Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

χολωθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χολώνομαι
  2. θα χολωθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χολώνομαι