Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλαμυδουργός < χλαμύς και ἔργον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χλαμυδουργός-οῦ αρσενικό