Ετυμολογία

επεξεργασία
χιλιάς < χίλιοι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χιλιάς-άδος (γενική χιλιάδων και χιλιαδέων)

πολλὰς χιλιάδας ταλάντων (Ηρόδοτος)
Ξέρξῃ δέ, καὶ γὰρ οἶδα, χιλιὰς μὲν ἦν ὧν ἦγε πλῆθος, αἱ δ᾽ ὑπέρκοποι τάχει ἑκατὸν δὶς ἦσαν ἑπτά (Αισχύλος)