Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιλίανδρος < χίλιοι χιλί- + -ανδρος (ἀνήρ)

  Επίθετο επεξεργασία

χιλίανδρος, ος, ον

  • που διαθέτει χίλιους άνδρες
    χιλίανδρος πόλις

  Πηγές επεξεργασία