Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χθιζά < επίθετο χθιζός, χθιζή, χθιζόν

  Επίρρημα επεξεργασία

χθιζά, ή, όν

Συνώνυμα επεξεργασία