Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειροδάϊκτος < χείρ και δαΐζω

  Επίθετο επεξεργασία

χειροδάϊκτος αρσενικό ή θηλυκό

  • που κάποιος τον σκότωσε με τα χέρια του, δίχως φονικό όπλο
  • Τοιαῦτ᾽ ἂν ἴδοις σκηνῆς ἔνδον χειροδάϊκτα σφάγι᾽ αἱμοβαφῆ, κείνου χρηστήρια τἀνδρός. (Αυτά θα τα δεις μέσα στη σκηνή του, ζώα για θυσία, αιματοβαμμένα, σφαγμένα από τα χέρια του του ίδιου -Αίας του Σοφοκλή)