Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χειμαστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χειμάζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χειμάζομαι
  3. θα χειμαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χειμάζομαι