χαρτοπωλεῖον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαρτοπωλεῖον < χαρτο- + -πωλεῖον, (μαρτυρείται από το 1871)[1] → και δείτε τη λέξη χαρτοπωλείο
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαρτοπωλεῖον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το χαρτοπωλείο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 1104, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου