χαρατσώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχαρατσώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χαρατσώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαρατσώνω
- θα χαρατσώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαρατσώνω