χαρακτηριστεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχαρακτηριστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χαρακτηρίζομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαρακτηρίζομαι
- θα χαρακτηριστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαρακτηρίζομαι