χαραδρόομαι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
χαραδρόομαι < χαράδρα
Ρήμα επεξεργασία
χαραδρόομαι (στο γ΄πρόσωπο)
- τα ορμητικά νερά ανοίγουν επάνω μου χαράδρες
- χώρη κεχαραδρωμένη
χαραδρόομαι < χαράδρα
χαραδρόομαι (στο γ΄πρόσωπο)