Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαραδρόομαι < χαράδρα

  Ρήμα επεξεργασία

χαραδρόομαι (στο γ΄πρόσωπο)

  1. τα ορμητικά νερά ανοίγουν επάνω μου χαράδρες
    χώρη κεχαραδρωμένη