Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλώνω < χαλί + -ώνω

χαλώνω

  • (τοπικό ιδίωμα της Σύρου) στρώνω τα χαλιά στο σπίτι για τον χειμώνα

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία