Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χαλικοστρώσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαλικοστρώνω
  2. θα χαλικοστρώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαλικοστρώνω