χαλεπλής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαλεπλής αρσενικό
- ο καταγόμενος από το Χαλέπι της Συρίας, λέξη που ήταν σε χρήση την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαλεπλής
|
χαλεπλής αρσενικό
|