Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλεπλής < Χαλέπι (Αλέππο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαλεπλής αρσενικό

  • ο καταγόμενος από το Χαλέπι της Συρίας, λέξη που ήταν σε χρήση την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία