Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χαλαρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαλαρώνω
  2. θα χαλαρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαλαρώνω