Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαδούσα < χάδι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαδούσα θηλυκό

  • η χαδιάρα γυναίκα, αυτή που της αρέσουν τα χάδια και οι τρυφερότητες

  Μεταφράσεις επεξεργασία